κατολισθαίνω

κατολισθαίνω
(ΑΜ κατολισθαίνω, Α και κατολισθάνω)
γλιστρώ προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας («οὐδ' αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι», Στράβ.)
μσν.-αρχ.
περιπίπτω, καταντώ («κατολισθαίνειν εἰς πλοκάμους γυναικείους», Κλήμ.)
αρχ.
(για κτήριο) καταρρέω, γκρεμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατολισθαίνω — κατολίσθησα, γλιστρώ και πέφτω, κατρακυλώ, βουλιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • καθιζάνω — (Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω) νεοελλ. 1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω 2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα αρχ. κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κατολισθάνω — (Α) βλ. κατολισθαίνω …   Dictionary of Greek

  • υποχωρώ — υποχώρησα 1. αμτβ., πηγαίνω προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: Υποχώρησε ο εχθρός. 2. παθαίνω καθίζηση, κατολισθαίνω, βουλιάζω: Το έδαφος υποχώρησε. 3. αποβάλλω την ένταση, κόβω την ορμή μου: Υποχώρησε ο πυρετός. 4. μτφ., δέχομαι τη γνώμη άλλου: Υποχώρηοε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”